τρῶγλαι

τρῶγλαι
τρώγλη
hole formed by gnawing
fem nom/voc pl
τρῶγλα
hole formed by gnawing
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τρώγλαι — τρώγλᾱͅ , τρώγλη hole formed by gnawing fem dat sg (doric aeolic) τρώγλᾱͅ , τρῶγλα hole formed by gnawing fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρώγλη — η, ΝΜΑ, και τρῶγλα Α 1. κοιλότητα γης, φυσική ή τεχνητή, σπηλιά 2. φωλιά ζώου νεοελλ. μτφ. ανήλιος, ανθυγιεινός και στενόχωρος τόπος κατοικίας («είναι τόσο φτωχός ώστε ζει σε μια τρώγλη») αρχ. 1. οπή σε τοίχο ή σε ύψωμα, ποντικότρυπα 2. οπή σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”